Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΡΣΗΣ (κεφάλαιο 3): Ο αστυνόμος Ελπήνωρ Κοτρωνάς
* Του Λεωνίδα Ιωαννίδη
Διαβάστε το κεφάλαιο 1 και το κεφάλαιο 2
Πέντε λεπτά μετά το περιπολικό, ένα συμβατικό αυτοκίνητο με ανύπαρκτα αμορτισέρ, αφήνοντας σύννεφα καπνού από καμένα λάδια, φρενάρισε τρίζοντας φρικτά. Από το καφετί - ετοιμοθάνατο Σιτροέν, πρώτα αιωρήθηκε ένα πόδι με τετραγωνισμένο παπούτσι.
Μετά κατέβηκε ολόκληρος ο αστυνόμος Κοτρωνάς της Αστυνομικής Διεύθυνσης Φθιώτιδας. Ελπήνωρ Κοτρωνάς. Αδύνατος, κοντός, μελαχρινός· με δυσκολία ξεχώριζες δυο κάρβουνα μέσα στις σχισμές που υπήρχαν εκεί όπου θεωρητικά βρίσκονταν τα μάτια του.
Οι αστυνομικοί σχεδόν ασυναίσθητα στάθηκαν σε στάση προσοχής. Ο πιο μεγάλος τόλμησε να ρωτήσει «πώς μας προλάβατε από Λαμία κύριε αστυνόμε; Εμείς φύγαμε από Καμένα Βούρλα…» Ο Κοτρωνάς τον κάρφωσε με βλέμμα θυμωμένης νυφίτσας. «Εσείς αργήσατε να κουνήσετε τον πισινό σας κύριε. Εγώ ήρθα στην ώρα μου. Χάσατε πολύτιμο χρόνο αρχιφύλακα».
Μετά γύρισε στους υπόλοιπους. «Μην κάθεστε! Φωνάξτε μου τους γονείς». Γύρισε στον οδηγό του λεωφορείου που παρίστανε τον ετοιμοθάνατο. «Πες μας κύριε τι συνέβη». «Έχω αργήσει πολύ κύριε αστυνόμε» κλαψούρισε ο οδηγός. «Κουβαλάω 40 ανθρώπους· έχω ευθύνες. Πρέπει να φύγουμε. Κι αυτός ο παλιο…» στραβοκατάπιε -άλλο ήθελε να πει, αλλά μαζεύτηκε- «ο… πατέρας του κοριτσιού μου ’σπασε τη μύτη». Ο Κοτρωνάς τον κάρφωσε με τις σχισμές του. «Αν έφευγες θα σ’ είχαμε σταματήσει και θα σε γυρίζαμε πίσω με σφαλιάρες. Το κατάλαβες; Όσο για τη μυτούλα, δε βλέπω κάνα σπάσιμο. Λέγε κύριε τι έγινε, να μη χασομεράμε».
"Εγώ διοικητά μου δεν κατέβηκα απ’ το λεωφορείο. Τόσα χρόνια πάνω κάτω, έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Κάθουμαι μέσα, εκτός αν χρειαστεί να πάω προς νερού μου, οπότε…» «Αυτή τη φορά δεν κατουριώσουνα, έτσι;» τον έκοψε ο Κοτρωνάς. «Όχι. Έμεινα στο τιμόνι κι έκλεισα λίγο τα μάτια μου».
Ο αστυνόμος κινήθηκε εναντίον του. «Βρε βλαμμένε» τσίριξε «δεν μπορούσες να μας πεις απ’ την αρχή ότι δεν είδες τίποτα; Ότι κοιμόσουν;» «Είδα!» πέταξε ο οδηγός. Οι σχισμές άλλαξαν λίγο σχήμα και περίμεναν ν’ ακούσουν. «Κάποια στιγμή που άνοιξα λίγο τα μάτια μου είδα το κοριτσάκι με το κίτρινο μπουφάν ν’ απομακρύνεται μαζί μ’ έναν τύπο. Δεν έδωσα σημασία, νόμιζα ότι πήγαινε βόλτα με τον πατέρα της». «Κατά πού; - κατά πού πήγαιναν;» ρώτησε ο αστυνόμος.
Ο οδηγός έδειξε προς τη μεριά του μοτέλ, δίπλα στον Σταθμό. Με ένα νεύμα του Κοτρωνά, οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες έτρεξαν προς το πάρκιν του μοτέλ· μαζί τους και κάποιοι άντρες απ’ το λεωφορείο.
Εν τω μεταξύ έφθασαν στον αστυνόμο ο Φίλιππος υποβαστάζοντας τη Λένια που έτρεμε, ενώ το βλέμμα της πλανιόταν χαοτικά στο άπειρο.
Ο Κοτρωνάς κοίταξε ερωτηματικά τον Φίλιππο, σαν να του έλεγε «Τι τρέχει με την κυρία;» και ταυτόχρονα ζήτησε να φέρουν καρέκλες. Ο οδηγός σκοτώθηκε να τον εξυπηρετήσει. Έβαλε τη Λένια να καθίσει στη σκιά του λεωφορείου κι έκανε νόημα στον Φίλιππο να τον ακολουθήσει.
Τον τράβηξε παραπίσω. «Για πείτε μου, έχει τίποτα η κυρία ή είναι πάντα τόσο…;» Ο Φίλιππος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ήταν μια ερώτηση που την έκανε συνεχώς στον εαυτό του. Από τότε που τη γνώρισε. Από φοιτήτρια. Εκείνη κόρη του γνωστού εφοπλιστή Φώτου Φωτίου. Εκείνος από μικροαστούς που τα ’βγαζαν πέρα δύσκολα· προς τα έξω όμως καμώνονταν τους πολύ εύπορους.
Αυτή η νοοτροπία μεταδίδεται σαν μικρόβιο στα παιδιά και εξελίσσεται, μετά την ενηλικίωσή τους, σε ένα διαρκές ανικανοποίητο που κουβαλάει θλίψη και άγχος.